Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλιόμενος η κυλιόμενη το κυλιόμενο
      γενική του κυλιόμενου της κυλιόμενης του κυλιόμενου
    αιτιατική τον κυλιόμενο την κυλιόμενη το κυλιόμενο
     κλητική κυλιόμενε κυλιόμενη κυλιόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλιόμενοι οι κυλιόμενες τα κυλιόμενα
      γενική των κυλιόμενων των κυλιόμενων των κυλιόμενων
    αιτιατική τους κυλιόμενους τις κυλιόμενες τα κυλιόμενα
     κλητική κυλιόμενοι κυλιόμενες κυλιόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλιόμενος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

κυλιόμενος, -η, -ο

  1. που κυλιέται, που γυρνάει πάνω σε ένα σταθερό επίπεδο
  2. (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται ή μεταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία