κυλιόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυλιόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
κυλιόμενος, -η, -ο
- που κυλιέται, που γυρνάει πάνω σε ένα σταθερό επίπεδο
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται ή μεταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα