Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
périodique périodiques

périodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
périodique < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
périodique périodiques

périodique (fr) αρσενικό