Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματοκυλίζω < ᾽ματοκυλίζω και ᾽ματοκυλῶ (τρόπος γραφής λόγιων Βυζαντινών) < μεσαιωνική ελληνική αἱματοκυλῶ < αἷμα και κυλιῶ ( < αρχαία ελληνική κυλίω)

  Ρήμα επεξεργασία

ματοκυλίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία