ματοκυλίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματοκυλίζω < ᾽ματοκυλίζω και ᾽ματοκυλῶ (τρόπος γραφής λόγιων Βυζαντινών) < μεσαιωνική ελληνική αἱματοκυλῶ < αἷμα και κυλιῶ ( < αρχαία ελληνική κυλίω)
Ρήμα επεξεργασία
ματοκυλίζω
- προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ματοκυλίζω | ματοκύλιζα | θα ματοκυλίζω | να ματοκυλίζω | ματοκυλίζοντας | |
β' ενικ. | ματοκυλίζεις | ματοκύλιζες | θα ματοκυλίζεις | να ματοκυλίζεις | ματοκύλιζε | |
γ' ενικ. | ματοκυλίζει | ματοκύλιζε | θα ματοκυλίζει | να ματοκυλίζει | ||
α' πληθ. | ματοκυλίζουμε | ματοκυλίζαμε | θα ματοκυλίζουμε | να ματοκυλίζουμε | ||
β' πληθ. | ματοκυλίζετε | ματοκυλίζατε | θα ματοκυλίζετε | να ματοκυλίζετε | ματοκυλίζετε | |
γ' πληθ. | ματοκυλίζουν(ε) | ματοκύλιζαν ματοκυλίζαν(ε) |
θα ματοκυλίζουν(ε) | να ματοκυλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ματοκύλισα | θα ματοκυλίσω | να ματοκυλίσω | ματοκυλίσει | ||
β' ενικ. | ματοκύλισες | θα ματοκυλίσεις | να ματοκυλίσεις | ματοκύλισε | ||
γ' ενικ. | ματοκύλισε | θα ματοκυλίσει | να ματοκυλίσει | |||
α' πληθ. | ματοκυλίσαμε | θα ματοκυλίσουμε | να ματοκυλίσουμε | |||
β' πληθ. | ματοκυλίσατε | θα ματοκυλίσετε | να ματοκυλίσετε | ματοκυλίστε | ||
γ' πληθ. | ματοκύλισαν ματοκυλίσαν(ε) |
θα ματοκυλίσουν(ε) | να ματοκυλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ματοκυλίσει | είχα ματοκυλίσει | θα έχω ματοκυλίσει | να έχω ματοκυλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ματοκυλίσει | είχες ματοκυλίσει | θα έχεις ματοκυλίσει | να έχεις ματοκυλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ματοκυλίσει | είχε ματοκυλίσει | θα έχει ματοκυλίσει | να έχει ματοκυλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ματοκυλίσει | είχαμε ματοκυλίσει | θα έχουμε ματοκυλίσει | να έχουμε ματοκυλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ματοκυλίσει | είχατε ματοκυλίσει | θα έχετε ματοκυλίσει | να έχετε ματοκυλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ματοκυλίσει | είχαν ματοκυλίσει | θα έχουν ματοκυλίσει | να έχουν ματοκυλίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματοκυλίζω
|