Ετυμολογία

επεξεργασία
κατρακυλώ < (ελληνιστική κοινή) κατακυλίω < κατά + κυλίω

κατρακυλώ

  1. πέφτω κυλώντας απότομα από ένα υψηλότερο επίπεδο σ' ένα χαμηλότερο
  2. αναγκάζω κάτι να κατρακυλίσει
  3. (μεταφορικά) υφίσταμαι πτώση ή μείωση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία