κατρακύλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατρακύλισμα < κατρακυλ(ώ) + -ισμα < (ελληνιστική κοινή) κατακυλίω < κατά + κυλίω Συγκρίνετε με το κατρακύλημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατρακύλισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το να κατρακυλά κάποιος
- ※ Τα μεσημέρια και στις τέσσερεις ή πέντε το απόγευμα, ξάφνιζαν οι φωνές και τα κατρακυλίσματα πάνω στη μαρμαρένια σκάλα του γυμνάσιου. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) το να πέφτει κάποιος κάποια επίπεδα πιο κάτω
- ※ Το εκ νέου άνοιγμα της ΕΡΤ δεν πρέπει πάντως σε καμιά περίπτωση να σημάνει κατρακύλισμα στα παλιά: στις παλιές αυταρχικές δομές και στα παλαιοκομματικά πρόσωπα... (* εφημερίδα Το Βήμα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατρακυλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατρακύλισμα