κατρακύλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατρακύλα | οι | κατρακύλες |
γενική | της | κατρακύλας | — | |
αιτιατική | την | κατρακύλα | τις | κατρακύλες |
κλητική | κατρακύλα | κατρακύλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατρακύλα θηλυκό
- το να πέφτει κάποιος κυλώντας απότομα από ένα υψηλότερο επίπεδο σ' ένα χαμηλότερο
- (μεταφορικά) πτώση ή μείωση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατρακυλώ