Δείτε επίσης: μετακυλώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετακυλίω < ελληνιστική κοινή μετακυλίω[1] < μετα- + αρχαία ελληνική κυλίω

  Ρήμα επεξεργασία

μετακυλίω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μετακυλίνδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.