μετακυλώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετακυλώ < μεσαιωνική ελληνική μετακυλώ < μετά + αρχαία ελληνική κυλίω
Ρήμα επεξεργασία
μετακυλώ
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετακυλώ
|
Δείτε επίσης : μετακυλίω |
μετακυλώ
|