Ετυμολογία

επεξεργασία
couler < λατινική colare

  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /ku.le/

couler (fr)

  1. βυθίζω, καταποντίζω
    la torpille a coulé le cargo - η τορπίλλη βύθισε το φορτηγό πλοίο
  2. χύνω σε καλούπι
    on coule des soldats dans du plomb - φτιάχνουν μολυβένια στρατιωτάκια
  1. βυθίζομαι, βουλιάζω
    le bateau a coulé - το πλοίο βυθίστηκε
  2. κυλώ, ρέω
    le vin coule à flots - το κρασί ρέει σε μεγάλες ποσότητες
    la Seine coule dans le bassin parisien - ο Σηκουάνας κυλά στο λεκανοπέδιο του Παρισιού
  3. χύνομαι
    la dalle du sous-sol est enfin coulée - το πάτωμα του υπογείου επιτέλους χύθηκε (έφτιαξαν το μπετόν)

Συγγενικά

επεξεργασία