couler
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcouler (fr)
- βυθίζω, καταποντίζω
- la torpille a coulé le cargo - η τορπίλλη βύθισε το φορτηγό πλοίο
- χύνω σε καλούπι
- on coule des soldats dans du plomb - φτιάχνουν μολυβένια στρατιωτάκια
- βυθίζομαι, βουλιάζω
- le bateau a coulé - το πλοίο βυθίστηκε
- κυλώ, ρέω
- le vin coule à flots - το κρασί ρέει σε μεγάλες ποσότητες
- la Seine coule dans le bassin parisien - ο Σηκουάνας κυλά στο λεκανοπέδιο του Παρισιού
- χύνομαι
- la dalle du sous-sol est enfin coulée - το πάτωμα του υπογείου επιτέλους χύθηκε (έφτιαξαν το μπετόν)