Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλισμένος η κυλισμένη το κυλισμένο
      γενική του κυλισμένου της κυλισμένης του κυλισμένου
    αιτιατική τον κυλισμένο την κυλισμένη το κυλισμένο
     κλητική κυλισμένε κυλισμένη κυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλισμένοι οι κυλισμένες τα κυλισμένα
      γενική των κυλισμένων των κυλισμένων των κυλισμένων
    αιτιατική τους κυλισμένους τις κυλισμένες τα κυλισμένα
     κλητική κυλισμένοι κυλισμένες κυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυλάω ή κυλώ, κυλιέμαι

  Μετοχή επεξεργασία

κυλισμένος, -η, -ο

τους βρήκα κυλισμένους στη λάσπη να παλεύουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία