↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιματοκύλισμα τα αιματοκυλίσματα
      γενική του αιματοκυλίσματος των αιματοκυλισμάτων
    αιτιατική το αιματοκύλισμα τα αιματοκυλίσματα
     κλητική αιματοκύλισμα αιματοκυλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματοκύλισμα < (αιματοκυλίζω) αιματοκυλισ- + -μα. Δείτε και το αιματοκύλημα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιματοκύλισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία