ρολάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρολάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική rollare + -ω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾoˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐λά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
ρολάρω
- για αυτοκίνητο που κινείται χωρίς τον κινητήρα του αλλά με τη βοήθεια της ορμής του
- (πληροφορική) κινώ ένα κείμενο πάνω ή κάτω με τη βοήθεια του ποντικιού
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για ορμή αυτοκινήτου
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ρολάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας