Δείτε επίσης: , -ῶ, ω

Ετυμολογία

επεξεργασία
-ω (κατάληξη ρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική (δείτε και , -ῶ)
-ω (επίθημα θηλυκών) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < σλαβικής προέλευσης -o (κατάληξη κλητικής κύριων ονομάτων που θεωρήθηκε ονομαστική. Π.χ. κλητική: Katinko, με ονομαστική: Katinka). Με επέκταση σε άλλα κύρια ονόματα, και σε προσηγορικά.[1]
-ω (κατάληξη επιρρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική

Αναφορές

επεξεργασία