-ω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ω (κατάληξη ρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ω (δείτε και -ώ, -ῶ)
- -ω (επίθημα θηλυκών) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ω < σλαβικής προέλευσης -o (κατάληξη κλητικής κύριων ονομάτων που θεωρήθηκε ονομαστική. Π.χ. κλητική: Katinko, με ονομαστική: Katinka). Με επέκταση σε άλλα κύρια ονόματα, και σε προσηγορικά.[1]
- -ω (κατάληξη επιρρημάτων) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ω
Επίθημα
επεξεργασία-ω
- κατάληξη ρημάτων α΄ συζυγίας (παθητική φωνή: -ομαι)
- κατάληξη θηλυκών
- → δείτε και -ώ
- κυρίων ονομάτων:
- προσηγορικών (με απαξιωτικό ή μειωτικό ύφος)
- κατάληξη επιρρημάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- -κω
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ω στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ω (νέα ελληνικά)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ω" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας