• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσουράπι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουράπι τα τσουράπια
      γενική του τσουραπιού των τσουραπιών
    αιτιατική το τσουράπι τα τσουράπια
     κλητική τσουράπι τσουράπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουράπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çorap < αραβική جورب (cūrāb, κάλτσα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσουράπι ουδέτερο

  • κοντή και χοντρή, μάλλινη κάλτσα των χωρικών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • τσουράπω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσουράπι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσουράπι&oldid=5522472"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:31

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 15:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας