Ετυμολογία

επεξεργασία
χάμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαμαί με (μετακίνηση τόνου) και τροπή -αι > -ω κατά τα επιρρήμματα σε [1]

Επίρρημα

επεξεργασία

χάμω (τοπικό επίρρημα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία