Ετυμολογία

επεξεργασία
μυτίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυτίζω (μυρίζω, πέφτω με τη μύτη) < μύτη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐τί‐ζω

μυτίζω, αόρ.: μύτισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αρχική σημασία, για πουλιά) τσιμπάω με το ράμφος κάτι για να το φάω
    ※  Η Κρουστάλλω […] Ο νους της, γοργόφτερο πουλί κλεισμένο χρόνους και καιρούς στο κλουβί της δυστυχίας, επετούσε τώρα ελεύθερο στον γαλανόν αιθέρα, στη δροσά τ’ ουρανού και τη χάρη του ήλιου, εκαθόταν στ’ ακροκλώναρα των δέντρων, εμύτιζε τους γλυκόχυμους σπόρους κι έλεγε το τραγουδάκι του τρισευτυχισμένο. Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, κεφάλαιο Ε, 1896, έκδοση τι 1897.
     συνώνυμα: τσιμπάω, ραμφίζω
  2. (κατ’ επέκταση) κάνω κάτι οξύ, φτιάχνω αιχμηρή μύτη σε ένα αντικείμενο ξύνοντάς το
    ⮡  μυτίζω το μολύβι, το μαχαίρι
     συνώνυμα: οξύνω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μύτη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυτίζω < μύτ(η) + -ίζω < αρχαία ελληνική μύτις

μυτίζω

  1. προβάλλω τη μύτη μου για να μυρίσω κάτι
  2. (για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη
    ※  16ος αιώνας Ζωτικός Παρασπόνδυλος, Διήγησις […] ό γέγονε εν τόπῳ Bάρνας […], C 412, επιμ. G. Moravcsik
    τὸ ἄλογον ἐμύτισεν τοῦ κράλη, ἔπεσεν χάμω […] ρήγας
    → δείτε και τη λέξη μπρούμυτα

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μύτη, μύτις