Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἐμύτισεν

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος μυτίζω
    → δείτε παράθεμα στο μυτίζω