Δείτε επίσης: Κράλης, Κράλλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κράλης οι κράληδες
      γενική του κράλη των κράληδων
    αιτιατική τον κράλη τους κράληδες
     κλητική κράλη κράληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράλης < μεσαιωνική ελληνική κράλης < σλαβικής προέλευσης краљ (βασιλιάς) < πρωτοσλαβική *kõrľь < παλαιά άνω γερμανική Karl < πρωτογερμανική *karilaz (ελεύθερος άνθρωπος) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράλης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Reconstruction:Proto-Slavic/*kõrľь στο αγγλικό Βικιλεξικό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράλης, λέξη του 11ου αιώνα < σλαβικής προέλευσης краљ (βασιλιάς) + -ης < πρωτοσλαβική *kõrľь < παλαιά άνω γερμανική Karl < πρωτογερμανική *karilaz (ελεύθερος άνθρωπος) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράλης αρσενικό (θηλυκό κράλιτσα ή κράλαινα)

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Reconstruction:Proto-Slavic/*kõrľь στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία