Σέρβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈseɾ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέρ‐βος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σέρβος αρσενικό (θηλυκό Σέρβα ή Σερβίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Σερβία ή έχει σερβική υπηκοότητα
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σέρβος
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Σέρβος < Σέρβος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σέρβος αρσενικό (θηλυκό Σέρβου)