Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερβοκροατικός η σερβοκροατική το σερβοκροατικό
      γενική του σερβοκροατικού της σερβοκροατικής του σερβοκροατικού
    αιτιατική τον σερβοκροατικό τη σερβοκροατική το σερβοκροατικό
     κλητική σερβοκροατικέ σερβοκροατική σερβοκροατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερβοκροατικοί οι σερβοκροατικές τα σερβοκροατικά
      γενική των σερβοκροατικών των σερβοκροατικών των σερβοκροατικών
    αιτιατική τους σερβοκροατικούς τις σερβοκροατικές τα σερβοκροατικά
     κλητική σερβοκροατικοί σερβοκροατικές σερβοκροατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερβοκροατικός < από το σερβικός (και σέρβικος) και κροατικός.

  Επίθετο επεξεργασία

σερβοκροατικός

  • Που αφορά τη σερβοκροατική γλώσσα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία