βασιλέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βασιλέας | οι | βασιλείς |
γενική | του | βασιλέα | των | βασιλέων |
αιτιατική | τον | βασιλέα | τους | βασιλείς |
κλητική | βασιλέα | βασιλείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βασιλέας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλέας< αρχαία ελληνική βασιλεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.siˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασιλέας αρσενικό
- άλλη μορφή του βασιλιάς
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βασιλιάς, βασιλέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με βασιλέας — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- βασιλεˬὰς & λέξεις με βασιλ- pdf σελ.472-478, Τόμος 3.2 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Ετυμολογία
επεξεργασία- βασιλέας < βασιλεύς, από την αιτιατική ενικού «τὸν βασιλέα» < αρχαία ελληνική βασιλεύς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: βασιλέας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασιλέας αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)
- άλλη μορφή του βασιλεύς
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- βασιλέα (αιτιατική ενικού)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο βασιλεύς
Πηγές
επεξεργασία- βασιλεύς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβασιλέας αρσενικό