αντιβασιλέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιβασιλέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιβασιλεύς < αντι- + βασιλέας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.va.siˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐βα‐σι‐λέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιβασιλέας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιβασιλέας
|