Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμβασιλέας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συμβασιλ
έας
οι
συμβασιλ
είς
γενική
του
συμβασιλ
έα
των
συμβασιλ
έων
αιτιατική
τον
συμβασιλ
έα
τους
συμβασιλ
είς
κλητική
συμβασιλ
έα
συμβασιλ
είς
Κατηγορία
όπως «
αμφορέας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμβασιλέας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συμβασιλέας
αρσενικό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβασιλέας