Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβασιλεύω < ελληνιστική κοινή συμβασιλεύω < συμβασιλεύς < αρχαία ελληνική σύν + βασιλεύς

συμβασιλεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία