συμβασιλεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συμβασιλεύς | οἱ | συμβασιλεῖς |
γενική | τοῦ | συμβασιλέως | τῶν | συμβασιλέων |
δοτική | τῷ | συμβασιλεῖ | τοῖς | συμβασιλεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | συμβασιλέᾱ | τοὺς | συμβασιλέᾱς |
κλητική ὦ! | συμβασιλεῦ | συμβασιλεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβασιλεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμβασιλέοιν | ||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμβασιλεύς (ελληνιστική κοινή) < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; .Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + αρχαία ελληνική βασιλεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβασιλεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- συμβασιλέας, συμβασιλεύς [1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμβασιλεύς - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- συμβασιλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.