συμβασίλισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβασίλισσα < συμβασιλέας + κατάληξη θηλυκού -ισσα < ελληνιστική κοινή συμβασιλεύς < αρχαία ελληνική σύν + βασιλεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβασίλισσα θηλυκό (αρσενικό συμβασιλέας)
- θηλυκό του συμβασιλέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβασίλισσα
|