крал
Βουλγαρικά (bg)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- крал <πρωτοσλαβική *korljь
Ουσιαστικό
επεξεργασία
крал αρσενικό (πληθυντικός крале)
- ο βασιλιάς
Ετυμολογία
επεξεργασία
- крал <πρωτοσλαβική *korljь
Ουσιαστικό
επεξεργασία
крал αρσενικό (πληθυντικός кралеви)
- ο βασιλιάς