Δείτε επίσης: χάμουρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμούρα οι χαμούρες
      γενική της χαμούρας
    αιτιατική τη χαμούρα τις χαμούρες
     κλητική χαμούρα χαμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμούρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, υβριστικό) ανήθικη γυναίκα, πόρνη [2][3], ή ειδικότερα φτηνή πόρνη που δεν έχει δωμάτιο [4]
  2.  δείτε και το αρσενικό χαμούρης: ανάξιος, ανυπόληπτος άνθρωπος [4]

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. χαμούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. χαμούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. 1 2 χαμούρα (& χαμούρης, χαμούρικος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)