χαμούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμούρα | οι | χαμούρες |
γενική | της | χαμούρας | — | |
αιτιατική | τη | χαμούρα | τις | χαμούρες |
κλητική | χαμούρα | χαμούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμούρα < [1]
- είτε < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خامور - τουρκική hamur (ζυμάρι) < περσική خمیر (xamir)
- είτε λατινική camura, θηλυκό του camur (λυγισμένος, καμπύλος < πρωτοϊταλική *kameros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em-: λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈmu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μού‐ρα
- τονικό παρώνυμο: χάμουρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, υβριστικό) ανήθικη γυναίκα, πόρνη [2][3], ή ειδικότερα φτηνή πόρνη που δεν έχει δωμάτιο [4]
- → δείτε και το αρσενικό χαμούρης: ανάξιος, ανυπόληπτος άνθρωπος [4]
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ χαμούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ χαμούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 4,0 4,1 χαμούρα (& χαμούρης, χαμούρικος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)