Δείτε επίσης: χάμουρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμούρα οι χαμούρες
      γενική της χαμούρας
    αιτιατική τη χαμούρα τις χαμούρες
     κλητική χαμούρα χαμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμούρα < [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaˈmu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μού‐ρα
τονικό παρώνυμο: χάμουρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμούρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, υβριστικό) ανήθικη γυναίκα, πόρνη [2][3], ή ειδικότερα φτηνή πόρνη που δεν έχει δωμάτιο [4]
  2. → δείτε και το αρσενικό χαμούρης: ανάξιος, ανυπόληπτος άνθρωπος [4]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. χαμούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. χαμούραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. 4,0 4,1 χαμούρα (& χαμούρης, χαμούρικος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)