χάμουρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χάμουρα | ||
γενική | των | χάμουρων | ||
αιτιατική | τα | χάμουρα | ||
κλητική | χάμουρα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.mu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐μου‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάμουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάμουρα
→ δείτε τη λέξη ηνίο |