Δείτε επίσης: χαμούρα
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα χάμουρα
      γενική των χάμουρων
    αιτιατική τα χάμουρα
     κλητική χάμουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάμουρα < ρουμανική hamuri

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxa.mu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐μου‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάμουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία