σαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαγή | οι | σαγές |
γενική | της | σαγής | των | σαγών |
αιτιατική | τη | σαγή | τις | σαγές |
κλητική | σαγή | σαγές | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγή (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαγή (αποσκευή)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαγή θηλυκό στον ενικό
- το σύνολο των εξαρτημάτων που χρειάζονται για το ζέψιμο, το καβαλίκεμα ή το φόρτωμα ενός υποζυγίου (αλόγου, μουλαριού κ.α.).
- ⮡ Ο Βουκεφάλας, το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχε τη δική του βασιλική σαγή.
- το σύστημα των ειδικά κατασκευασμένων ιμάντων του αλεξίπτωτου που καταλήγουν σε μια πλατιά ζώνη η οποία εφαρμόζεται μπροστά στο στήθος ή στη μέση και με έναν απλό χειρισμό ανοίγει, ώστε να μπορεί ο αλεξιπτωτιστής να απαλλαγεί εύκολα από το αλεξίπτωτο μετά την προσγείωση.
- ⮡ Το αλεξίπτωτο αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη: το θόλο, τα σχοινιά αναρτήσεως, την σαγή και τον σάκο.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σαγή | αἱ | σαγαί |
γενική | τῆς | σαγῆς | τῶν | σαγῶν |
δοτική | τῇ | σαγῇ | ταῖς | σαγαῖς |
αιτιατική | τὴν | σαγήν | τὰς | σαγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σαγή | σαγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σαγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαγή < σάττω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαγή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- σαγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.