αλεξίπτωτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλεξίπτωτο < αλεξι- (< αρχαία ελληνική ἀλέξω, απομακρύνω) και πτωτός, που μπορεί να πέσει.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλεξίπτωτο ουδέτερο
- συσκευή που, με το άνοιγμά της, αποβλέπει στο φρενάρισμα της πτώσης αντικειμένων, χάρη στην αντίσταση του αέρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλεξίπτωτο
|