Ετυμολογία

επεξεργασία
parachute < para- + chute

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parachute parachutes

parachute (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
ενεστώτας parachute
γ΄ ενικό ενεστώτα parachutes
αόριστος parachuted
παθητική μετοχή parachuted
ενεργητική μετοχή parachuting

parachute (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω με αλεξίπτωτο
  2. (μεταβατικό) ρίχνω κάτι ή κάποιον με αλεξίπτωτο
      I am parachuting supplies in.
    Ρίχνω εφόδια με αλεξίπτωτο.
      They are parachuting down men behind enemy lines.
    Ρίχνουν άντρες με αλεξίπτωτα πίσω από της εχθρικές γραμμές.