ενικός         πληθυντικός  
chute chutes

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃuːt/
ομόηχο: shoot

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chute (en)

  1. ένας σωλήνας ή ένας διάδρομος κάτω από την οποία μπορούν να γλιστρήσουν άνθρωποι ή πράγματα
     συνώνυμα:: shaft → και δείτε τη λέξη pipe
  2. (ανεπίσημο) συνηρημένη μορφή του parachute



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chute chutes

chute (fr) θηλυκό

  1. η πτώση, η κατιούσα, το πέσιμο
  2. ο καταρράκτης

Συγγενικά

επεξεργασία