ενικός         πληθυντικός  
chute chutes

Ουσιαστικό

επεξεργασία

chute (en)

  1. ένας σωλήνας ή ένας διάδρομος κάτω από την οποία μπορούν να γλιστρήσουν άνθρωποι ή πράγματα
     συνώνυμα:: shaft  και δείτε τη λέξη pipe
  2. (ανεπίσημο) συνηρημένη μορφή του parachute