Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paɪp/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pipe pipes

pipe (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο σωλήνας, ο αγωγός, για τη μεταφορά υγρών ή αερίων
    ⮡  gas/water pipes - σωλήνες γκαζιού/νερού
    ⮡  ventilation pipe - σωλήνας εξαερισμού
    ⮡  ten meters of lead pipes - δέκα μετρά μολυβένιοι σωλήνες
    ⮡  drain pipe - αγωγός αποστραγγίσεως
    ⮡  sewer pipe - αποχετευτικός αγωγός
     συνώνυμα:  chute, duct, piping, tube και tubing
  2. (μετρήσιμο) η πίπα, το τσιμπούκι
  3. (τυπογραφία) η κατακόρυφη μπάρα |
     συνώνυμα: vertical bar
  4. (πληροφορική) το σύμβολο |, το οποίο χρησιμοποιείται στη διασωλήνωση διεργασιών
  5. (πληροφορική) ονομασία αρχείου συστήματος, το οποίο είναι ενταμιευτής (buffer) στη διασωλήνωση διεργασιών έχοντας δομή ουράς (FIFO). Είναι απαραίτητο επειδή η πρώτη διεργασία μπορεί να παράγει δεδομένα γρηγορότερα από ότι τα επεξεργάζεται η δεύτερη.[1]

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας pipe
γ΄ ενικό ενεστώτα pipes
αόριστος piped
παθητική μετοχή piped
ενεργητική μετοχή piping

pipe (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 167 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019



  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /pip/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pipe pipes

pipe (fr) θηλυκό