Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
duct ducts

  Ουσιαστικό επεξεργασία

duct (en)

  • ο αγωγός, ένας σωλήνας που μεταφέρει υγρό, αέριο, ηλεκτρικό ή καλώδια τηλεφώνου κτλ.
    an exhaust duct - αγωγός αναθυμιάσεων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pipe

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία