πίπα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίπα | οι | πίπες |
γενική | της | πίπας | των | πιπών |
αιτιατική | την | πίπα | τις | πίπες |
κλητική | πίπα | πίπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πίπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pipa < γαλλική pipe[1]
- κινεζικό μουσικό όργανο < (λόγιο δάνειο) κινεζική 琵琶 (pípa)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πί‐πα
Ουσιαστικό
πίπα θηλυκό
- σύνεργο του καπνίσματος· στη μία άκρη της (ανάλογα με τον τύπο της πίπας) ή τοποθετείται ένα τσιγάρο ή καπνός σε μια κοιλότητα σκαλισμένη σε ξύλο· ο καπνός περνάει από ένα λεπτό σωλήνα και το επιστόμιο και εισπνέεται από τον καπνιστή
- (αργκό) η πεολειχία
- (αργκό) βλακεία, χαζομάρα
- ⮡ μη λες πίπες! (βλακείες)
- ⮡ αυτό είναι μεγάλη πίπα (χαζομάρα)
- (μουσικό όργανο) κινεζικό λαούτο
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη χαζομάρα
πίπα
κινεζικό μουσικό όργανο
Αναφορές
- ↑ πίπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας