πίπα
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
Ουσιαστικό
πίπα θηλυκό
- σύνεργο του καπνίσματος· στη μία άκρη της (ανάλογα με τον τύπο της πίπας) ή τοποθετείται ένα τσιγάρο ή καπνός σε μια κοιλότητα σκαλισμένη σε ξύλο· ο καπνός περνάει από ένα λεπτό σωλήνα και το επιστόμιο και εισπνέεται από τον καπνιστή
- (αργκό) η πεολειχία
- (αργκό) βλακεία, χαζομάρα
- μη λες πίπες! (βλακείες)
- αυτό είναι μεγάλη πίπα (χαζομάρα)
- (μουσικό όργανο) κινεζικό λαούτο
Μεταφράσεις
πίπα
- ↑ «πίπα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.