Δείτε επίσης: συνεργό, συνεργώ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνεργο τα σύνεργα
      γενική του σύνεργου των σύνεργων
    αιτιατική το σύνεργο τα σύνεργα
     κλητική σύνεργο σύνεργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνεργο < ελληνιστική κοινή σύνεργον < αρχαία ελληνική σύν + ἔργον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύνεργο ουδέτερο

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται από τεχνίτη ή επαγγελματία στη δουλειά του
  2. (κατ’ επέκταση) απαραίτητο μέσο για την ολοκλήρωση μιας εργασίας ή ενός έργου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία