Ετυμολογία

επεξεργασία
outil < hustil < λατινική usitilium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /u.ti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
outil outils

outil (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία