outillage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- outillage < outiller
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outillage | outillages |
outillage (fr) αρσενικό
- σύνολο από εργαλεία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη outil