Ετυμολογία

επεξεργασία
outillage < outiller

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /u.ti.jaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
outillage outillages

outillage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  outil

Συνώνυμα

επεξεργασία