ενικός         πληθυντικός  
instrument instruments

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instrument (en)

  1. το όργανο, εργαλείο ή θεσμός που χρησιμεύει σε μια εργασία
  2. το μουσικό όργανο
    ⮡  What are the instruments of a symphony orchestra?
    Ποια είναι τα όργανα μιας συμφωνικής ορχήστρας;



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
instrument instruments

instrument (fr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instrument (pl) αρσενικό

  1. το όργανο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

instrument (ro)

  1. εργαλείο
  2. (μεταφορικά) μέσο