instrument
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
instrument | instruments |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
instrument (en)
- το όργανο, εργαλείο ή θεσμός που χρησιμεύει σε μια εργασία
- το μουσικό όργανο
- ↪ What are the instruments of a symphony orchestra?
- Ποια είναι τα όργανα μιας συμφωνικής ορχήστρας;
- ↪ What are the instruments of a symphony orchestra?
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
instrument | instruments |
instrument (fr) αρσενικό
- το όργανο
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
instrument (pl) αρσενικό
- το όργανο
Συγγενικά επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
instrument (ro)