βλακεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλακεία | οι | βλακείες |
γενική | της | βλακείας | των | βλακειών |
αιτιατική | τη | βλακεία | τις | βλακείες |
κλητική | βλακεία | βλακείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλακεία < αρχαία ελληνική βλακεία < βλακεύω < βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλακεία θηλυκό
- ανοησία
- η βλακεία του είναι ασυναγώνιστη
- ανόητη σκέψη ή ενέργεια
- μη τον συμμερίζεσαι, όλο βλακείες κάνει