βλακεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλακεύω < αρχαία ελληνική βλακεύω < βλάξ
Ρήμα
επεξεργασίαβλακεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλακεύω | βλάκευα | θα βλακεύω | να βλακεύω | βλακεύοντας | |
β' ενικ. | βλακεύεις | βλάκευες | θα βλακεύεις | να βλακεύεις | βλάκευε | |
γ' ενικ. | βλακεύει | βλάκευε | θα βλακεύει | να βλακεύει | ||
α' πληθ. | βλακεύουμε | βλακεύαμε | θα βλακεύουμε | να βλακεύουμε | ||
β' πληθ. | βλακεύετε | βλακεύατε | θα βλακεύετε | να βλακεύετε | βλακεύετε | |
γ' πληθ. | βλακεύουν(ε) | βλάκευαν βλακεύαν(ε) |
θα βλακεύουν(ε) | να βλακεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλάκευσα | θα βλακεύσω | να βλακεύσω | βλακεύσει | ||
β' ενικ. | βλάκευσες | θα βλακεύσεις | να βλακεύσεις | βλάκευσε | ||
γ' ενικ. | βλάκευσε | θα βλακεύσει | να βλακεύσει | |||
α' πληθ. | βλακεύσαμε | θα βλακεύσουμε | να βλακεύσουμε | |||
β' πληθ. | βλακεύσατε | θα βλακεύσετε | να βλακεύσετε | βλακεύστε | ||
γ' πληθ. | βλάκευσαν βλακεύσαν(ε) |
θα βλακεύσουν(ε) | να βλακεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βλακεύσει | είχα βλακεύσει | θα έχω βλακεύσει | να έχω βλακεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις βλακεύσει | είχες βλακεύσει | θα έχεις βλακεύσει | να έχεις βλακεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει βλακεύσει | είχε βλακεύσει | θα έχει βλακεύσει | να έχει βλακεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βλακεύσει | είχαμε βλακεύσει | θα έχουμε βλακεύσει | να έχουμε βλακεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε βλακεύσει | είχατε βλακεύσει | θα έχετε βλακεύσει | να έχετε βλακεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βλακεύσει | είχαν βλακεύσει | θα έχουν βλακεύσει | να έχουν βλακεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλακεύω
|