επιστόμιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιστόμιο < ελληνιστική κοινή ἐπιστόμιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
επιστόμιο ουδέτερο
- το πώμα
- εξάρτημα πνευστών μουσικών οργάνων, αναπνευστήρων, της πίπας καπνίσματος κλπ, το οποίο ο χρήστης τοποθετεί στο στόμα του για να φυσήξει ή να εισπνεύσει