Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιστόμιο τα επιστόμια
      γενική του επιστομίου
επιστόμιου
των επιστομίων
    αιτιατική το επιστόμιο τα επιστόμια
     κλητική επιστόμιο επιστόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιστόμιο < (ελληνιστική κοινή) ἐπιστόμιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιστόμιο ουδέτερο

  1. το πώμα
  2. εξάρτημα πνευστών μουσικών οργάνων, αναπνευστήρων, της πίπας καπνίσματος κλπ, το οποίο ο χρήστης τοποθετεί στο στόμα του για να φυσήξει ή να εισπνεύσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία