ενικός         πληθυντικός  
mouthpiece mouthpieces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mouthpiece < mouth + piece

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mouthpiece (en)

  1. το στόμιο, μέρος οποιασδήποτε συσκευής που λειτουργεί μέσα ή κοντά στο στόμα
    ⮡  snorkel with a silicone mouthpiece - αναπνευστήρας με στόμιο σιλικόνης
  2. το επιστόμιο, το στόμιο ενός μουσικού οργάνου
    ⮡  the mouthpiece of the bassoon - το στόμιο του φαγκότου
  3. η στομίδα
  4. (μεταφορικά) το φερέφωνο