mouthpiece
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mouthpiece | mouthpieces |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmouthpiece (en)
- το στόμιο, μέρος οποιασδήποτε συσκευής που λειτουργεί μέσα ή κοντά στο στόμα
- ↪ snorkel with a silicone mouthpiece - αναπνευστήρας με στόμιο σιλικόνης
- το επιστόμιο, το στόμιο ενός μουσικού οργάνου
- ↪ the mouthpiece of the bassoon - το στόμιο του φαγκότου
- η στομίδα
- (μεταφορικά) το φερέφωνο