piece
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
piece | pieces |
piece (en)
- το κομμάτι
- ↪ a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
- ένα στοιχείο από ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
- a piece of garbage : ένα σκουπίδι
- το κομμάτι στα επιτραπέζια παιχνίδια, το πιόνι
- κέρμα αξίας μικρότερης της μίας (1) νομισματικής μονάδας
- καλλιτεχνική σύνθεση (έργο μουσικό, λογοτεχνικό κλπ)
- She played two beautiful pieces on the piano.
- κανόνι του πυροβολικού
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpiece (en)
- → δείτε το phrasal verb piece together