Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
piece pieces

piece (en)

  1. το κομμάτι, ένα στοιχείο από ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
    παράδειγμα  a piece of meat/bread/glass - ένα κομμάτι κρέας/ψωμί/χαρτί/γυαλί
    παράδειγμα  Can I get a bigger piece of pie?
    Μπορώ να πάρω ένα μεγαλύτερο κομμάτι πίτα;
    παράδειγμα  a piece of garbage - ένα σκουπίδι
    παράδειγμα  a piece of furniture - ένα έπιπλο
    παράδειγμα  a piece of news - μία είδηση
    παράδειγμα  a piece of advice - μία συμβουλή
    παράδειγμα  a piece of information - μία πληροφορία
  2. το κομμάτι
    παράδειγμα  a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
  3. το κομμάτι στα επιτραπέζια παιχνίδια, το πιόνι
  4. κέρμα αξίας μικρότερης της μίας (1) νομισματικής μονάδας
  5. καλλιτεχνική σύνθεση (έργο μουσικό, λογοτεχνικό κλπ)
    She played two beautiful pieces on the piano.
  6. κανόνι του πυροβολικού

Παράγωγα

επεξεργασία

piece (en)

Παράγωγα

επεξεργασία