Επίθετο

επεξεργασία

piecemeal (en)

  1. τμηματικός, κομματιαστός
  2. (μειωτικό), (πιο συνηθισμένο) ασυνεκτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

piecemeal (en)

  1. τμηματικά, κομματιαστά
    the book can be read from start to finish or piecemeal
    το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ως το τέλος ή κομματιαστά