Επίρρημα

επεξεργασία

piecemeal (en)

  1. τμηματικά, κομματιαστά
    the book can be read from start to finish or piecemeal
    το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ως το τέλος ή κομματιαστά