τμηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tmi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τμη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
τμηματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με κάποιο τμήμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που γίνεται ανά τμήματα κι όχι ολοκληρωμένο εξ αρχής
Συγγενικά επεξεργασία
- τμηματικά
- τμηματικώς
- διατμηματικός
- → δείτε τις λέξεις τμήμα και τέμνω