πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τμηματικός η τμηματική το τμηματικό
      γενική του τμηματικού της τμηματικής του τμηματικού
    αιτιατική τον τμηματικό την τμηματική το τμηματικό
     κλητική τμηματικέ τμηματική τμηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τμηματικοί οι τμηματικές τα τμηματικά
      γενική των τμηματικών των τμηματικών των τμηματικών
    αιτιατική τους τμηματικούς τις τμηματικές τα τμηματικά
     κλητική τμηματικοί τμηματικές τμηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
τμηματικός < τμήμα + -ικός