Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμακούμενος η κλιμακούμενη το κλιμακούμενο
      γενική του κλιμακούμενου της κλιμακούμενης του κλιμακούμενου
    αιτιατική τον κλιμακούμενο την κλιμακούμενη το κλιμακούμενο
     κλητική κλιμακούμενε κλιμακούμενη κλιμακούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμακούμενοι οι κλιμακούμενες τα κλιμακούμενα
      γενική των κλιμακούμενων των κλιμακούμενων των κλιμακούμενων
    αιτιατική τους κλιμακούμενους τις κλιμακούμενες τα κλιμακούμενα
     κλητική κλιμακούμενοι κλιμακούμενες κλιμακούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα κλιμακώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

κλιμακούμενος, -η, -ο

  1. που ακολουθεί κλιμάκωση, που είναι κλιμακωτός
    κλιμακούμενα επιτόκια
  2. που κορυφώνεται, οξύνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολος, έντονος, παιρνει μεγαλύτερες διαστάσεις
    H Ισπανία προσπαθεί να ελέγξει την κλιμακούμενη τραπεζική κρίση
    κλιμακούμενα ελλείμματα/ κλιμακούμενες εχθροπραξίες
    Κλιμακούμενης δυσκολίας τα θέματα της Χημεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία