κλιμακούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα κλιμακώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
κλιμακούμενος, -η, -ο
- που ακολουθεί κλιμάκωση, που είναι κλιμακωτός
- κλιμακούμενα επιτόκια
- που κορυφώνεται, οξύνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολος, έντονος, παιρνει μεγαλύτερες διαστάσεις
- H Ισπανία προσπαθεί να ελέγξει την κλιμακούμενη τραπεζική κρίση
- κλιμακούμενα ελλείμματα/ κλιμακούμενες εχθροπραξίες
- Κλιμακούμενης δυσκολίας τα θέματα της Χημεία