Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ascendant ascendants

ascendant (fr) αρσενικό

  1. κίνηση ενός ουράνιου σώματος πάνω από τον ορίζοντα
  2. (αστρολογία) ωροσκόπος
  3. επιρροή, δύναμη
     συνώνυμα: autorité, domination, empire, emprise, influence
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) πρόγονος, ανιών
     συνώνυμα: aïeul, ancêtre
  5. κλίση, τάση

Συγγενικά

επεξεργασία