ascendant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ascendant | ascendants |
θηλυκό | ascendante | ascendantes |
ascendant (fr) αρσενικό
- ≈ συνώνυμα: montant
- ≠ αντώνυμα: descendant
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ascendant | ascendants |
ascendant (fr) αρσενικό
- κίνηση ενός ουράνιου σώματος πάνω από τον ορίζοντα
- (αστρολογία) ωροσκόπος
- επιρροή, δύναμη
- (συνήθως στον πληθυντικό) πρόγονος, ανιών
- κλίση, τάση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ascension