Ετυμολογία

επεξεργασία
ascendant < λατινική ascendens

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.sɑ̃.dɑ̃/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ascendant ascendants
θηλυκό ascendante ascendantes

ascendant (fr) αρσενικό

 συνώνυμα: montant
 αντώνυμα: descendant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ascendant ascendants

ascendant (fr) αρσενικό

  1. κίνηση ενός ουράνιου σώματος πάνω από τον ορίζοντα
  2. (αστρολογία) ωροσκόπος
  3. επιρροή, δύναμη
     συνώνυμα: autorité, domination, empire, emprise, influence
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) πρόγονος, ανιών
     συνώνυμα: aïeul, ancêtre
  5. κλίση, τάση

Συγγενικά

επεξεργασία