ωροσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωροσκόπος < (ελληνιστική κοινή) ὡροσκόπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωροσκόπος αρσενικό
- το ζώδιο και ειδικότερα η μοίρα του ζωδίου που ανατέλλει κατά τη χρονιά της γέννησης ενός ατόμου
- Είναι Ζυγός με τον ωροσκόπο του στον Αιγόκερω